- οἰκοτριβής
- οἰκοτριβήςruining a housemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοτριβής — οἰκοτριβής, ές (Α) αυτός που καταστρέφει το σπίτι ή την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τριβής (< τρίδω), πρβλ. ιστο τριβής, πεδο τριβής] … Dictionary of Greek
οἰκοτριβέας — οἰκοτριβής ruining a house masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοτριβῶν — οἰκοτριβής ruining a house masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισπίπτω — ἐπεισπίπτω (Α) 1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου 2. ορμώ μέσα 3. πέφτω πάνω σε κάτι 4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη») … Dictionary of Greek
ՉԿԵՑՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0576 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. οἱκοτρίβης verna, otiosus. Ընդոծին անգործ, որ ոչն աշխատի ի կեանս իւր. անպիտան. *Անամօթից եւ չկեցուաց է կալն եւ ծաղր առնել զայնպիսի նշաւակութիւնս. Ոսկ. մ. ՟Ա. 15 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)